- κναφευτικη
- κναφευτικήκνᾰφευτικήἥ (sc. τέχνη) валяльное искусство Plat.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κναφευτικῇ — κναφευτικός belonging to a fuller fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κναφευτική — κναφευτικός belonging to a fuller fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)